- υστερόγραφο
- τοπρόσθετο σημείωμα στο τέλος επιστολής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υστερόγραφος — η, ο, Ν 1. αυτός που γράφεται μετά το τέλος επιστολής ή κειμένου 2. το ουδ. ως ουσ. το υστερόγραφο σημείωση που προστίθεται μετά το τέλος επιστολής ή κειμένου, υποσημείωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + γραφος*. Ο λόγιος τ. τού ουδ. ὑστερόγραφον… … Dictionary of Greek
Αρβαλόπουλος, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από την Τρίπολη, πιστός στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Όταν ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε, έστειλε στις επαρχίες της Τρίπολης πληρεξούσιο τον Α., μαζί με τους Νικολάκη Μούτζο και Χρήστο Αλεξανδρόπουλο, για να στρατολογήσουν… … Dictionary of Greek
Μεγάλου-Σεφεριάδου, Λία — (Θεσσαλονίκη 1945 –). Λογοτέχνης. Έγραψε ποιήματα και πεζογραφήματα, ενώ έχει παρουσιάσει και σημαντικό μεταφραστικό έργο. Συνεργάστηκε με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1966 με … Dictionary of Greek
Ρίτσος, Γιάννης — (Μονεμβασία 1909 – 1990). Ποιητής. Φοίτησε στο δημοτικό της γενέτειράς του και τελείωσε το γυμνάσιο στο Γύθειο. Το 1926, έπειτα από σύντομη διαμονή στην Αθήνα, γύρισε στη Μονεμβασία. Λόγοι υγείας όμως τον ανάγκασαν να καταφύγει σε διάφορα… … Dictionary of Greek